- μανώς
- μανῶς (Α)επίρρ. β. μανός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μανῶς — μᾱνῶς , μανός loose adverbial μανόω make porous pres ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταμανώς — καταμανῶς (Μ) με μεγάλη μανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μανῶς (< μανής < μαίνομαι), τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. επίρρ.] … Dictionary of Greek
μανός — I Επώνυμο παλαιότατης και ονομαστής οικογένειας της Κωνσταντινούπολης, μέλη της οποίας διακρίθηκαν στην πολιτική, κοινωνική και στρατιωτική ζωή από τον 17ο έως και τον 19ο αι. 1. Αλέξανδρος (1755 – 1815). Αξιωματούχος του Πατριαρχείου… … Dictionary of Greek